- γαληνοβάτης
- γᾰληνοβάτης [βᾰ], ου, ὁ, in pl., epith. of demons, PMag.Par.1.1364.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
γαληνοβάτας — γαληνοβάτᾱς , γαληνοβάτης masc acc pl γαληνοβάτᾱς , γαληνοβάτης masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-βάτης — β συνθετικό ουσιαστικών της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που προέρχεται από το ρ. βαίνω και εμφανίζει σημαντική παραγωγική δύναμη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Αντιστρόφου Λεξικού της Νέας Ελληνικής του Γ. Κουρμούλη (σ. 753), έναντι 85… … Dictionary of Greek